ξεκλείδωμα

ξεκλείδωμα
το
1. άνοιγμα κλειδαριάς με κλειδί
2. εξάρθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεκλείδωμα — το, ατος 1. άνοιγμα με κλειδί. 2. μτφ., παράλυση των αρθρώσεων (κλειδώσεων), εξάρθρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμαντάλωμα — το [ξεμανταλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμανταλώνω, η αφαίρεση τού μαντάλου, ξεκλείδωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”